- τρίβανον
- τὸ, ή τρίβανος, ὁ, Α1. (κατά τον Ησύχ.) «τρίβανονλήκυθον»2. κοτύλη («ὁ ξέστης κοτύλας β', αἳ καὶ τρίβανα ἢ τρύβλια λέγονται», Γαλ.)3. γουδί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω* + επίθημα -ανον (πρβλ. δρέπ-ανον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίβανον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβανα — τρίβανον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
τριβανώ — όω, Α [τρίβανον] φθείρω, κατατρίβω … Dictionary of Greek